- μετακυμιος
- μετακύμιοςμετα-κύμιος2(ῡ) находящийся между волнами
μ. ἄτας Eur. — отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μ. ἄτας Eur. — отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετακύμιος — μετακύμιος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.… … Dictionary of Greek
μετακύμιος — between the waves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακύμιον — μετακύμιος between the waves masc/fem acc sg μετακύμιος between the waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακυμίοις — μετακύμιος between the waves masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)